Ένα χρόνο μετά το συγκινητικό Beautiful Boy που είδαμε στο Τορόντο, έρχεται στις
Κάννες για να κάνει πρεμιέρα μια ταινία κοινής θεματικής αλλά διαφορετικής
ματιάς. Εδώ η παιδική εγκληματικότητα είναι απομακρυσμένη από το αφηγηματικό
προσκήνιο, δίνοντας ελεύθερο πεδίο στις στιγμές για να αφηγηθούν διαφορετικά ένα
άκρως διδακτικό κατά τα άλλα και στρατευμένης οπτικής θέμα.
Σε μια
καθημερινότητα που η λεκτική επικοινωνία δεν επιτυγχάνει άμεσα τον στόχο της, η
Εύα (Tilda Swinton), με την εύγλωττη σιωπή της πρωτόπλαστης, εκθέτει και
εκτίθεται ως μητέρα του Κέβιν. Σαν σύγχρονη Lady Macbeth πρέπει να καθαρίσει το
κόκκινο χρώμα που βάφει την καθημερινότητα της: τρίβει τον τοίχο της να
αφαιρέσει την κόκκινη μπογιά, ξεπλένει τα ματωμένα χέρια της στο νιπτήρα,
αφαιρεί τους λεκέδες της ντομάτας στην οποία είχε βυθιστεί. Από τις πρώτες
σκηνές, λοιπόν, γνωρίζουμε ότι σε αυτή τη ζωή έχει κληθεί για να καθαρίζει σημάδια
στα οποία ίσως ευθύνεται. Μοναδικό μέσο διαφυγής της, μια σειρά χαρτών στους
τοίχους του σπιτιού της, στιγματισμένοι όμως και αυτοί από τη σφραγίδα του
αντιήρωα της ιστορίας.
Ο λόγος έρχεται στον Κέβιν, τον γιο της, ένα παιδί
με εμφανές πρόβλημα επικοινωνίας που στρέφεται στη μητέρα του μόνο σε κρίσιμες
καταστάσεις, που δεν μπορεί να ελέγξει με τη διαστρεβλωμένη εικόνα που διατηρεί
απέναντι στα κοινωνικά πρέπει. Και όσο η ιστορία υπαινικτικά τοποθετεί το ζήτημα
μιας μαζικής δολοφονίας στο τραπέζι, τόσο το φαγητό κρυώνει σαν την αίσθηση της
εκδίκησης.
Με μικρά ξεσπάσματα αμφισβήτησης της επιτυχίας της ως μητέρα,
στη σκιά ενός πατέρα που η παρουσία του είναι μια παρατεταμένη απουσία, πρέπει
να αντιμετωπίσει τον κοινωνικό εξοστρακισμό όταν ο γιος της για ανεξήγητο λόγο
επιτίθεται εκτοξεύοντας -κυριολεκτικά- βέλη στους συμμαθητές του. Στόχος του
όμως στην πραγματικότητα είναι άλλος: να αντιμετωπίσει για πρώτη φορά τις
ευθύνες μακριά από την -κατά τα άλλα- προστατευτική οικογένεια του.
Τα
εξωφρενικά κοντινά πλάνα και οι λεπτομέρειες που εκθέτει η κάμερα στη μεγάλη
οθόνη, μόνο η υποκριτική προσέγγιση της συναισθηματικής καθαρότητας της ηρωίδας
με τον τρόπο που την ενσαρκώνει η Tilda μπορεί να μεταμορφώσει σε ρεαλισμό.
Αυτό, σε συνδυασμό με την αισθητική κομψότητα της Lynne Ramsay (σκηνοθέτης)
μετατρέπει μια ιστορία που κινηματογραφικά ίσως θα ήταν καταδικασμένη σε σίγουρη
αποτυχία, σε μια από τις πιο δυνατές ταινίες που μας έχει χαρίσει μέχρι στιγμής
το φεστιβάλ. Η κινηματογραφική γλώσσα παρούσα και αυτή με αφαίρεση: όλα
εξηγούνται με εικόνες!
Ποιος είναι όμως ο δολοφόνος σε ένα φόνο που τα
θύματα του συνεχίζουν να περπατούν σα νεκροζώντανοι και φοβούνται τις
δικαιολογημένες αντιδράσεις, όσων έπεσαν θύματα της καταστροφικής και
αυτοκαταστροφικής μανίας του Κέβιν; Σίγουρα η οικογενειακή γαλήνη έφαγε βόλια
στην καρδιά αλλά κατάφερε μαζεύοντας τα κομμάτια της να επιβιώνει σε κατάσταση
ζόμπι. Κάθε νεκροζώντανος, μη μπορώντας να επιλέξει αν θα ακολουθήσει το φως ή
το σκοτάδι, έρμαιο υποθετικών ερωτήσεων, θα περπατάει ανάμεσα μας με κεφάλι
κατεβασμένο όσο το φως τον/την τυφλώνει και η καλοσύνη των αγνώστων υπάγεται
στην κοινωνική οχλαγωγία.
Αλέξανδρος Ρωμανός Λιζάρδος / Κάννες 2011