Με αφορμή την ταινία
έναρξης του φεστιβάλ Καννών, ο Αλέξανδρος
Ρωμανός Λιζάρδος σχολιάζει συνειρμικά
γιατί «Τα Μεσάνυχτα Στο Παρίσι» ήθελαν
περισσότερη φωταγώγηση και αφήνει
ερωτηματικά για το αν οι δείκτες του
ρολογιού στην Ελλάδα θα μας οδηγήσουν
στην επόμενη μέρα:
Ο Γούντυ ¶λεν, με
κριτική ανδρική ματιά στη «γοητεία του
παραμυθιού» και με στάσεις στην Μπελ
Επόκ, στον Ντανταϊσμό και στο Σουρεαλισμό,
φτιάχνει ένα ακόμα διαφημιστικό βίντεο
ευρωπαϊκής χώρας (μετά το «Vicky Christina Barcelona», «Match Point» και «Scoop»),
χωρίς καθαρούς χαρακτήρες αλλά με
πινελιές από Πικάσο, Νταλί, Ματίς,
Μοντιλιάνι, Λοτρέκ και επιστεγάσματα
γνώσης και κρίσης από τους Χέμινγκγουέι,
Φιτζέραλντ, Μαν Ρέυ, Τομ Έλιοτ, Πόρτερ.
Μέσα από μεταβάσεις στο παρελθόν, και
στο παρελθόν του παρελθόντος, περιγράφει
την ιστορία ενός καλλιτέχνη που ψάχνει
το αντίδοτο στο θέμα της ύπαρξης με
υπερβατικές χρονικές μεταβάσεις, στην
προσπάθειά του να ανακαλύψει τον εαυτό
του και να εξηγήσει τη ροπή του σε ό,τι
έχει υποστεί τη φθορά του χρόνου.
Εκτοξεύοντας ονόματα που συνέδεσαν
την ύπαρξη τους με την εποχή τους, κάνει
μια ελιτίστικη περιήγηση σε ένα Παρίσι
που φανερά δεν αγάπησε ποτέ του, ένεκα
όμως χρηματοδότησης θα αγαπούσε ακόμα
και τα τρύπια μου σώβρακα και, δεν σας
κρύβω, θα έγραφε και κάτι που θα τιμούσαν
τις μέρες που τα φόραγα. Ως τεχνίτης
συνεχίζει να κάνει μικρά θαύματα και
να βγάζει λαγούς από τα καπέλα, τώρα πια
όμως ξέρουμε ότι η μαγεία δεν είναι
μέρος της βαθύτατης μόρφωσης και τεχνικής
που απέκτησε εκθέτοντας απροκάλυπτα
επί χρόνια εαυτόν στο εκράν. Πάνε οι
εποχές που το φωτογραφημένο Μανχάταν
του σε έκανε να θέλεις να βρεθείς στη
νέα Υόρκη. Το Παρίσι του είναι η Νέα
Βαρκελώνη του και... πού να την κρεμάσει;
Μα φυσικά στις μεγάλες οθόνες και στο
φεστιβάλ των Καννών που έκανε την επίσημη
πρεμιέρα του.
Μέσω του «Σταχτοπούτου»
του (Όουεν Γουίλσον), που ασφυκτιά στο
σήμερα και θέλει να αλλάξει ζωή γράφοντας
ένα μυθιστόρημα, μεταφέρεται στο τότε,
στον 12ο χτύπο του ρολογιού. Εκεί, οι
ανεξήγητες συναντήσεις του με τις
προσωπικότητες που οδήγησαν την τέχνη
σε μια μορφή που θαυμάζουμε σήμερα,
ανακαλύπτουμε ότι κάθε πρωί η «άμαξα»
(το όχημα της περιπέτειάς του, αν θέλετε)
γίνεται κολοκύθα. Αξίζει όμως «να ζήσουμε
εμείς καλά και αυτός καλύτερα»; (και
όπου λέω αυτός, μιλάω για το Γούντυ
¶λεν...)
Ίσως ναι, ίσως όχι... Είναι, όμως, άξια λόγου η πολυπρόσωπη
δημιουργικότητα της μετά «Match Point»
εποχής του. Με καλές ή λιγότερο καλές
ταινίες, «διαφημίζει» έναν τόπο έναντι
όχι ευκαταφρόνητου ποσού, δίνοντας
ευκαιρίες σε ντόπιους καλλιτέχνες να
δείξουν τη δουλειά τους στο παγκόσμιο
στερέωμα. Πριν χρόνια, μάλιστα, είχε
προσπαθήσει να κάνει γυρίσματα για την
«Ακαταμάχητη Αφροδίτη» και στην Ελλάδα,
αλλά οι παραγωγοί του μετά τις πρώτες
επικοινωνίες με την ντόπια παραγωγή,
του πρότειναν τα γυρίσματα στο αρχαίο
θέατρο να μεταφερθούν σε άλλο τόπο.
Σχεδόν 20 χρόνια αργότερα, με ευκολία θα
έκανε μια ταινία στην Ελλάδα, όπως όλα
δείχνουν, και στην ουσία θα ήταν μια πιο
δραστική κίνηση για την ενδυνάμωση της
ελληνικής παραγωγής στην «μετακυνοδόντια»
ελληνική πραγματικότητα. Αλλά, τι κρίνουμε
τον Γούντυ; Ο Γούντυ είναι πέραν κριτικής,
χωρίς δείγμα ειρωνείας. Εμείς είμαστε
αυτοί που πρέπει να κριθούμε. Ψάξτε τους
υπουργούς που έκαναν τον Όλιβερ Στόουν
και τον Νικ Νόλτε να τρέχουν όταν ακούνε
Ελλάδα, βρείτε και αυτόν που στον Κορέλι
υπενοικίαζε το γαϊδουράκι του σε κόστος
οστών αρχαίας θεότητας ή του ελιξιρίου
της νεότητας.
Να τι κρατάω από τον Γούντυ ¶λεν και τα δικά του «μεσάνυχτα»
που μου έδωσαν τα φώτα τους: Το μέλλον
μας το χτίζουμε βλέποντας τη μεγάλη
εικόνα, σαν έναν πίνακα που θα συνοδέψει
τους υπόλοιπους δημιουργούς σε μια
αναδρομική έκθεση. Αν λειτουργούμε όπως
λειτουργούμε, λυπάμαι αλλά θα πουλάμε
πολιτισμό γκρεμίζοντας μέρος των
μαρμάρων ενός αρχαίου μνημείου και
πουλώντας το ως κομμάτια από το παρελθόν
που έχουν αξία. Ποτέ, όμως, κανείς δεν
αποκάλεσε τη μαρμαρόσκονη, Ακρόπολη
ή τα Ελγίνεια, βρετανική κληρονομιά.
Και τα δύο είναι ρινίσματα καιροσκόπων
που απλά έδραξαν την ευκαιρία πουλώντας
την υπογραφή του Πικάσο για την Γκουέρνικα
και τις τελείες με τους τόνους σαν
χειρόγραφα του Χέμινγκγουέι!
Ας
είναι τα «Μεσάνυχτα Στο Παρίσι» η αφορμή
να ξημερώσει μια μέρα απροσδιόριστη
από τόπο ή από δημιουργό.
Αλέξανδρος Ρωμανός Λιζάρδος