Ένα από τα ιστορικότερα στέκια της Αθήνας, το γνωστό «Μπαράκι του Βασίλη», βάζει λουκέτο, σύμφωνα με δημοσίευμα της εφημερίδας Ελευθεροτυπία. Ο ηθοποιός Βασίλης Τσιπίδης, ο άνθρωπος πίσω από το «Μπαράκι», εξήγησε με αφοπλιστική ειλικρίνεια ότι «Κακά τα ψέματα, άλλαξε η νύχτα, ο κόσμος δεν πολυκυκλοφορεί κι αν βγει δεν μπορεί να πάρει δεύτερο ποτό κι εμείς δεν βγάζουμε πια ούτε τα έξοδά μας».
Μάλιστα ο Βασίλης χαριτολογώντας ανέφερε ότι είναι «η ώρα να βγω στη σύνταξη. Έφτασα και σε μια ηλικία που δεν μπορώ πια να τρέχω από συναυλία σε συναυλία κι έτσι να βρίσκω νέους μουσικούς ή να με βρίσκουν». Το πρόγραμμα των εμφανίσεων φτάνει ως και το τέλος του Ιουνίου, και μετά θα έρθει το οριστικό τέλος για το στέκι. Ακόμα κι αν πωληθεί, όπως ευελπιστεί ο ιδιοκτήτης του, δεν θα είναι πια «του Βασίλη». Σίγουρα πρόκειται για ένα τέλος εποχής, λίγους μήνες μετά την αυλαία και για το θρυλικό «Jazz & Jazz» της Δεινοκράτους.
Το «Μπαράκι του Βασίλη» ξεκίνησε κάπου στα μέσα της δεκαετίας του '80 ως… μπαράκι στο ιστορικό κτίριο της οδού Ζωοδόχου Πηγής. Το μαγαζί διαμορφώθηκε από το κοινό του, αφού οι θαμώνες το «βάφτισαν» Μπαράκι του Βασίλη για να το ξεχωρίζουν από τα υπόλοιπα. Στη συνέχεια όμως το μπαράκι μετατράπηκε σε «πολυχώρο» με τη στήριξη των φίλων του και την αγάπη του Βασίλη, αφού οι νύχτες γέμιζαν με προβολές ταινιών, ζωντανές εμφανίσεις και θεατρικά happening.
Από το αυτοσχέδιο πάλκο πέρασαν όλοι οι μουσικοί που χαρακτήρισαν την άνθιση του παραδοσιακού ήχου στη δεκαετία του 90. Εδώ παρουσίασε ο Ross Daly όλες τις δουλειές του, έπαιξε και πειραματίστηκε με τους μαθητές του, αλλά και με εκλεκτούς φίλους του. Από το μπαράκι ξεκίνησαν μουσικοί και τραγουδιστές, με πιο τρανταχτό παράδειγμα τους Συνήθεις Ύποπτους και τον Χρήστο Θηβαίο.
Ο σεισμός του 1999 απέβη μοιραίος για το κτίριο της Ζωοδόχου Πηγής 98. Το μπαράκι βγήκε "κόκκινο" και μετά από περιπλάνηση και εντατική δουλειά που κράτησε ένα χρόνο άνοιξε ο καινούργιος χώρος στην οδό Διδότου 3 στο Κολωνάκι. Με εξαιρετικά μελετημένη ακουστική, ώστε να διατηρηθεί ο χαρακτήρας του παλιού μαγαζιού, αλλά και με σύγχρονη εγκατάσταση που επιτρέπει πλέον παρεκβάσεις και σε είδη όπως η jazz με μεγαλύτερη άνεση. Μέχρι το τέλος η φυσιογνωμία του μαγαζιού είναι σταθερή: «Ζωντανή μουσική χωρίς μικρόφωνα», μακριά από την αγοραία αισθητική σε μια προσπάθεια για ουσιαστική ψυχαγωγία και επικοινωνία.