Στο νέο κτίριο του νοσοκομείου Παίδων «Αγλαΐα Κυριακού», εκεί όπου βρίσκεται η Μονάδα Αναπτυξιακής Παιδιατρικής της Β' Παιδιατρικής Κλινικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, παρακολουθούνται παιδιά που είναι ιδιαίτερα. Είναι πιο χαρισματικά από τα άλλα.
Η επιστημονική υπεύθυνη της Μονάδας, κυρία Θωμαΐδου, ανέφερε στο περιοδικό «VICE» τα χαρακτηριστικά αυτών των παιδιών.
Αντιπροσωπεύουν κάτω από το 1% του παιδικού πληθυσμού και ο δείκτης ευφυίας τους κυμαίνεται κατά μέσο όρο μεταξύ 148 και 180. Όμως είναι κάτι παραπάνω από έξυπνα παιδιά – έχουν πολλά ακόμη χαρακτηριστικά: την ταχύτητα αντίληψης, την ευκολία αφομοίωσης, το κριτικό πνεύμα τους.
Όπως λέει, τα χαρισματικά παιδιά δεν βρίσκουν απλώς τις λύσεις σε δύσκολα προβλήματα, αλλά επινοούν και νέες.
Τίποτα δεν είναι αυτονόητο για αυτά τα παιδιά. Μπορούν να μάθουν γρήγορα, αποζητούν τη μάθηση και είναι επίμονα. Διαθέτουν δημιουργικό τρόπο σκέψης, κλίση στην επιστήμη ή την τέχνη, αρχηγικές ικανότητες, συναισθηματική σταθερότητα.
Τα παιδιά που παρακολουθούνται στη Μονάδα είναι 3 έως 15 ετών – τα 18 είναι αγόρια. Αφότου διαγνώστηκαν ως χαρισματικά, παρακολουθείται η εξέλιξή τους περίπου κάθε εξάμηνο. «Να φανταστείτε ότι τα πέντε από αυτά παραπέμφθηκαν σε εμάς για «μαθησιακές δυσκολίες». Είναι σύνηθες οι δάσκαλοι να θεωρούν ότι τα προικισμένα παιδιά έχουν κάποια μαθησιακή διαταραχή, αλλά αυτά απλώς βαριούνται στην τάξη, επειδή τα έχουν αφομοιώσει όλα από την πρώτη στιγμή. Έχουν την τάση επίσης να κάνουν δύσκολες, άβολες ερωτήσεις στο δάσκαλο, αλλά και στους γονείς», λέει η ίδια.
Το 50% των χαρισματικών παιδιών δεν θα αναπτύξουν τις δυνατότητές τους, γιατί απλά δεν θα είναι τόσο τυχερά ώστε να αντιμετωπιστούν σωστά. Πολλές φορές οι γονείς δεν ασχολούνται μαζί τους. «Δεν ικανοποιούν την έμφυτη περιέργειά τους. ¶λλοι, αντίθετα, μπορεί να διακρίνουν τα χαρίσματα του παιδιού τους, αλλά φτάνουν να τα πιέζουν, θέλοντας να ικανοποιήσουν τις δικές τους προσδοκίες. Χρειάζεται αποδοχή, κατανόηση, ευαισθησία και ευελιξία». Η ισορροπία είναι δύσκολη, γιατί ακόμα και τα χαρισματικά παιδιά παραμένουν παιδιά. Μπορεί ένας τετράχρονος να μιλάει, να σκέπτεται και να διαβάζει σαν ένα παιδί 8 ετών, αλλά έχει τις ίδιες συναισθηματικές ανάγκες με ένα παιδί της ηλικίας του.
Το σχολείο φυσικά δεν διορθώνει την κατάσταση. «Κάνει εντύπωση ότι ενώ σε όλες σχεδόν τις ανεπτυγμένες χώρες υπάρχει πρόβλεψη για τα παιδιά με χαμηλή νοημοσύνη, δεν υπάρχει κάτι ανάλογο για τα παιδιά με υψηλή νοημοσύνη. Λανθασμένα πιστεύουν πολλοί ότι είναι τόσο έξυπνα, που μπορούν να τα βγάλουν πέρα μόνα τους».